Όσιος Νικάνωρ : ένας Άγιος του Λαού.
7η Αυγούστου, του Οσίου Νικάνορος.Κάποια ουσιωδέστερα που, ίσως, πρέπει να μάθουμε και να διδαχθούμε, πέρα από το τρέχον εκκλησιαστικό τυπικό της γιορτινής μέρας.
του Ελευθερίου Τζιόλα
Παιδικές μνήμες, ιστορήσεις του παππού μου παπα-Γιώργη Παπαξάνθη και αφηγήσεις των γεροντότερων αλλά και του πατέρα μου με κατακλύζουν τις μέρες αυτές, καθώς βρισκόμαστε στην 7η Αυγούστου, ημέρα γιορτής (ημέρα κοιμήσεως) του Οσίου Νικάνορος του Θεσσαλονικέως, ιδρυτή, κτήτορα, πρώτου και καθοδηγητή καθηγούμενου της Ι. Μονής της Ζάβορδας (με έτος ίδρυσής της, το 1534).
Είναι ακόμα ζωντανή η θύμηση μου από τη βοήθεια που όφειλα, γόνος κι εγώ, όπως δεκάδες, κτηνοτροφικής, ορεσίβιας οικογένειας της Πίνδου, στον Άγιο και στο Μοναστήρι, και που πραγματοποίησα με σοβαρή οικονομική ενίσχυση για τις εργασίες αποκατάστασης, επανοικοδόμησης και συντήρησης , επί εποχής του μακαριστού μητροπολίτη Γρεβενών Σεργίου Σιγάλα, στα χρόνια της κυβερνητικής μου θητείας (2000 -4).
Νιώθω, λοιπόν, την ανάγκη να μοιραστώ μαζί σας, ορισμένες σκέψεις μου και κάποιες απόψεις. Μακάρι να φανούν χρήσιμες, γιατί αληθινές είναι.
Ο Όσιος Νικάνωρ, και το Μοναστήρι του, της Ζάβορδας, είναι πράγματι ένας Άγιος, μια πνευματική μορφή, μια παρηγορητική φυσιογνωμία βαθιά δεμένη με την ιστορία, τους κατοίκους, τη ζωή και τις κακουχίες της περιοχής Γρεβενών και της Δυτικής Μακεδονίας. Και το Μοναστήρι του, της Ζάβορδας, μια εστία καλοστεριωμένη, φιλόξενη, δική μας, ένας φάρος ελπίδας και τιμής.
Ο Νικάνωρ : ένας Άγιος με μοναδική και αδιάλειπτη λαϊκότητα.Μια ανάλογη τέτοια πνευματική, εκκλησιαστική φυσιογνωμία είναι ο πολύ πιο σύγχρονός του, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (ο από τον Λαό επονομασθείς πατρο-Κοσμάς).Ο Όσιος Νικάνωρ και το Μοναστήρι του αποτέλεσαν σταθερές αναφορές και ένα είδος ψυχικού στηρίγματος όλου του κτηνοτροφικού κόσμου των Γρεβενών και της Δυτικής Μακεδονίας. Ιδιαίτερα εκείνων των νομαδικών ορεσίβιων οικογενειών που ζούσαν σε βασανιστικές συνθήκες μετακινούμενοι για να ξεχειμωνιάσουν στα χειμαδιά (της Μακεδονίας ή της Θεσσαλίας), και, πίσω, στους ορεινούς τόπους τους για να ξεκαλοκαιριάσουν.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, – και ο καθένας μας έχει ακούσει πολλές -, για την ευεργετική παρέμβαση του Αγίου σε περιπτώσεις σοβαρών ασθενειών ανθρώπων και ειδικότερα νέων ανθρώπων. Πολύ, όμως, περισσότερο -σχεδόν σε κάθε κτηνοτροφικό χωριό – υπάρχει μια αφήγηση για θεραπευτική παρέμβαση Του σε σοβαρές νόσους σε κοπάδια ζώων και σε επιζωοτίες. Ενώ, πάμπολλες είναι οι ιστορήσεις για την προστασία και βοήθεια ανθρώπων βιοπαλαιστών της υπαίθρου στο Μοναστήρι, σε κάποιες στιγμές δυσκολίας ή κρίσης στη διάρκεια του βίου τους. Ή από σκληρές καιρικές συνθήκες στον ”κατεβασμένο κάτω από το Μοναστήρι Αλιάκμονα”, ή σε περιπτώσεις διατροφικής κρίσης, όπως την περίοδο της Κατοχής, ή στις περιπτώσεις των εθνικών κινημάτων για την Επανάσταση του ’21 ή την Απελευθέρωση της Μακεδονίας, ή, ακόμα, στην αναζήτηση στήριξης για ξεκληρισμένες κι ορφανεμένες οικογένειες.
Όσιος Νικάνωρ : από τη Θεσσαλονίκη στο Καλλίστρατον όρος και τη Ζάβορδα (ή Ζά(μ)πουρντα).
Ο κατά κόσμον Νικόλαος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1491, από γονείς πλούσιους και ευγενείς (Ιωάννης & Μαρία). Υπάρχει ακόμα στη Θεσσαλονίκη η μνήμη ότι ξεκίνησε τη σχέση του με την Ορθόδοξη Εκκλησία από τον Άγιο Μηνά, στην πιο ζωντανή και πολύβουη περιοχή για την τότε εποχή της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη είχε αλωθεί από τους Οθωμανούς το 1430, παρά την ανάθεση της υπεράσπισης της στην τελική φάση της πολιορκίας της από τον Μουράτ Β΄ στους Βενετούς και από το 1470 και μετά δεχόταν κύματα νέων μετοίκων από Ισπανία και Γερμανία (Εβραίοι), από Κ. Ιταλία και Σικελία, από Βαλκάνια (Σερβία, Βουλγαρία κλπ).
Σε ηλικία 20 ετών ο κατά κόσμον Νικόλαος χάνει τον πατέρα του. Παρά τις διαθέσεις της μητέρας να ακολουθήσει κοσμική σταδιοδρομία αξιοποιώντας και την πολύ καλή οικονομική θέση της οικογενείας του, μετά το θάνατό της, σε ηλικία πλέον 26 ετών, ο Νικόλαος στρέφεται αποφασιστικά προς τον Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Εκάρη μοναχός, επιλέγοντας ως νέο του όνομα, το ένδοξο Μακεδονικό όνομα Νικάνωρ ( = νικητής των ανδρών). Όνομα του ενός από τους τρείς γιούς του Μακεδόνα στρατηγού του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου του Γ΄ του Μέγα, του Παρμενίωνα, ο οποίος μαζί με τον Αντίπατρο αποτελούσαν τους δύο σημαντικότερους και αξιολογότερους στρατηγούς. Ο Νικάνωρ του Παρμενίωνα συνεκστράτευσε μαζί με τον Αλέξανδρο, ως αρχιυπασπιστής του, επικεφαλής των Πεζεταίρων στις μάχες στο Γρανικό, στην Ισσό, στα Γαυγάμηλα, πεθαίνοντας το 330 π.Χ., από βαρύ τραυματισμό και λόγω αυτού σχετικής ασθένειας στην Περσέπολη. Επίσης, το νέο του όνομα, Νικάνωρ, για τον κατά κόσμον Νικόλαο, εκτός απ΄ αυτή την ένδοξη αναφορά, αποτελούσε και το όνομα του αρχιδιακόνου (από τους επτά) του πρωτομάρτυρα Στέφανου.
Ο Νικάνωρ από τα πρώτα του χρόνια εντός της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε ξεχωριστή προσωπικότητα, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Μακάριος Β΄ του είχε αναθέσει τα καθήκοντα του γραμματέα (τυπικάριου) της Μητρόπολης, σκοπεύοντας να είναι ο διάδοχός του, ως επικεφαλής της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Όμως, ο Νικάνωρ αφού διέθεσε την οικογενειακή του περιουσία στους πτωχούς και απόρους της γενέτειρας του, υπακούοντας στο όραμα του : ”Νικάνορ, έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και πορεύου εις το του Καλλιστράτου όρος και αγωνίζου εκεί…” , εξήλθε της Θεσσαλονίκης, πορευόμενος προς τη σκλαβωμένη Δυτική Μακεδονία.
Επί 16 σχεδόν χρόνια, ο Νικάνωρ, έδρασε στηρίζοντας το Γένος των Ελλήνων που υφίστατο τότε, μόλις 70 χρόνια μετά την Άλωση, κύματα αλλαξοπίστισης εξισλαμισμού (στην πραγματικότητα καταναγκασμοί για να τουρκέψουν). Κινούμενος από Θεσσαλονίκη, προς τη Βέροια, στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Αλιάκμονα, τα Σέρβια, την Κάλιανη (Αιανή), την Κοζάνη, τα Βέντζια. Η παράδοση λέει ότι σε ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής του αυτής συντροφεύονταν από τον σύγχρονο και φίλο του Διονύσιο, τον μετέπειτα Όσιο Διονύσιο τον εν Ολύμπω (ιδρυτή και κτήτορα του εκεί, στον Όλυμπο, φημισμένου Μοναστηριού), που τον ακολούθησε στην πορεία προς τον ασκητισμό. Η αιτία, δε, του χωρισμού τους, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιατί όταν βρέθηκαν στην περιοχή της Λουζιανής (κοντά στο σημερινό Χρώμιο και την Ελάτη) και άκουσαν από μακριά τα δημοτικά μουσικά όργανα του πανηγυριού ο Διονύσιος παρασυρόμενος άρχισε να ακολουθεί το δημοτικό μουσικό -χορευτικό ρυθμό με το χτύπημα του ποδιού του, δείγμα για τον Νικάνορα ότι δεν μπορούσε να ξεκόψει από τα κοσμικά και τους πειρασμούς τους. Ο Διονύσιος επέστρεψε στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου κι από κει, μετά, στον Όλυμπο, ο δε Νικάνωρ συνέχισε μόνος βορειοδυτικά προς τον Αλιάκμονα και το Καλλίστρατον όρος. Αργότερα, επανασυνδέθηκαν, έχοντας πάντα τον ταπεινό θαυμασμό του Οσίου Διονυσίου και των μαθητών του.
Στην σχεδόν κατακόρυφη, απόκρημνη, άγρια πλευρά, προς το Αλιάκμονα, σκαρφαλωμένη ψηλά από την κοίτη του ποταμού, ο Νικάνωρ βρήκε σε εγκατάλειψη τη σκήτη, τα ερείπια του ασκηταριού παλαιότερου μονάχου, ο οποίος ασκητεύοντας εκεί έδωσε με την παρουσία του και το όνομα του -Καλλίστρατος- στο όρος (όρος Καλλίστρατον). Εκεί, ο Νικάνωρ με Πίστη, πνευματική Αφοσίωση και ανυπολόγιστη δύναμη Ψυχής ασκήτεψε. Ώσπου, σε νέο του όραμα αναδέχθηκε νέα οδηγία : ” επί του όρους τούτου ανελθών, εν τη γη κεκρυμμένη εικόνα ανευρών…”. Πράγματι, από την εποχή της εικονομαχίας σε διάφορους τόπους είχαν αποκρυβεί εικόνες. Εκεί, ο Νικάνωρ βρήκε την εικόνα του Σωτήρος και αποφάσισε να κτίσει στην κορυφή, στο σχετικά στενό πλάτωμα του βουνού, το Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, αφιερωμένο σύμφωνα με την ανευρεθείσα εικόνα.
Το Μοναστήρι, μεγαλοπρεπές, οχυρωμένο, αγιογραφημένο από σπουδαίους της εποχής και κατοπινούς αγιογράφους της περιοχής της Δ. Μακεδονίας και της Ηπείρου, με σπουδαία οργάνωση και υποδομές υποστήριξης των ανθρωπίνων και μοναστικών δραστηριοτήτων κτίσθηκε υπό την καθοδήγηση του Οσίου Νικάνορα και με την άοκνη συμμετοχή του ιδίου (1534). Κατά μία γραπτή, μετά από σχετική έρευνα, πληροφορία, σημαντικά συνέβαλαν για την ανέγερση του Μοναστηριού δύο πλούσιοι μαθητές του Νικάνορα από την Κοζάνη. Και, ”παραλαβών τέκτονας επιδεξίους, έκτισεν εις το μέρος εκείνο την σεβασμίαν Μονήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, με παρεκκλήσια ωραία, με πύργους στερεούς, με θαυμαστά κελλία, με τραπεζαρείον εύμορφον και με άλλα αξιέπαινα οικοδομήματα εις τα οποία όλα συνεκοπίασεν και αυτός και εδούλευεν αντάμα με τους τέκτονας, το του Ευαγγελίου εφαρμόζων : ΄΄ουκ ήλθον διακονηθήναι αλλά διακονήσαι΄΄”.
Το Μοναστήρι της Ζάβορδας, ή απλώς ”Ζάβορδα” αναφέρεται στον σπουδαίο Κώδικα του Μοναστηριού ως ”Ζάπουρδα”, ο σημαντικός αγωνιστής του ΄21 Νικόλαος Κασομούλης, συνεργάτης του Ν. Στουρνάρη και του Γ. Καραϊσκάκη τέκνο της Δυτικής Μακεδονίας (Πισοδέρι, Κοζάνη, Σιάτιστα), το γράφει στα Ενθυμήματα του ”Ζάπορτα”. Υπάρχει, όμως, και παράδοση που αναφέρει ότι το όνομα δεν το έλαβε από τον παλιότερο, εκεί, κοντά ομώνυμο οικισμό, αλλά από το γεγονός ότι ο Όσιος γιάτρεψε ένα μονάκριβο κορίτσι του μπέη της περιοχής και εκείνος για να τον ευχαριστήσει ανέβηκε μαζί του στη Βουνάσα (το πλησιέστερο προς το Καλλίστρατο όρος, που χωρίζονται από τον Αλιάκμονα) και δείχνοντας του την απέραντη έκταση που ως μπέης κατείχε, του είπε στα τουρκικά: ”Ζάπτ μπουρντά”, δηλαδή, πάρε απ΄ αυτά εδώ ό,τι θέλεις. Η παράδοση αυτή επιδιώκει να εξηγήσει και τις μεγάλες εκτάσεις, κυρίως βοσκοτόπους, που κατείχε το Μοναστήρι. Στις εκτάσεις αυτές υπήρχαν, και σε μικρότερο βαθμό υπάρχουν μέχρι σήμερα, και εκτρέφονταν χιλιάδες μοναστηριακά μεγαλόσωμα γίδια ιδιαίτερης ράτσας (”ρώσια”, κοκκινότριχα), καθώς και τα μοναδικά μεγαλόσωμα μουλάρια με τα κυπροκούδουνα τους γνωστά σε όλη τη Δυτική Μακεδονία από τις περιοδείες ακολουθίας του Μοναστηριού με μπροστάρη μέρος των φυλασσόμενων οστών του Αγίου.
Το Μοναστήρι είναι σταυροπηγιακό, δηλαδή ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και σύμφωνα με την πρόβλεψη του Όσιου στη Διαθήκη του είναι Μοναστήρι ανδρών, με πρόνοια για τις γυναίκες, που έρχονται για προσκυνηματικούς σκοπούς, εγκαταστάσεων στους πρόποδες του βουνού πριν από το Μοναστήρι, το λεγόμενο ”γυναικείο” και η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Μετόχι της Ζάβορδας από το 1826 υπάρχει στην επαρχία της Κόνιτσας, στο χωριό Κορτίνιτσα, το οποίο μετονομάσθηκε σε Νικάνωρ, λόγω της προστασίας που είχε στο εσωτερικό βράχο όπου βρίσκεται η ομώνυμη εκκλησία, καλόγερος της Ζάβορδας από κλέφτες που τον κυνηγούσαν για να τον ληστέψουν και να τον εκτελέσουν.
Ο Όσιος Νικάνωρ και το Μοναστήρι: ως στηρίγματα του Έθνους και του Ελληνισμού.
Μέχρι την κοίμησή του, στα 58 του χρόνια (7 Αυγούστου 1549), ο Νικάνωρ αποτέλεσε στήριγμα του Ελληνικού Έθνους στην ευρύτερη περιοχή. Ενώ η ευεργετική φήμη του και η ακτινοβολία του Μοναστηριού, χωρίς καμία υπερβολή, όπως βεβαιώνεται και από τηρούμενα στοιχεία και αναφορές στο ίδιο το Μοναστήρι, είχε φτάσει μέχρι τη Βόρειο Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Ζάκυνθο, τη Μεσσηνία, την Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη, τη Φιλιππούπολη, το Μοναστήρι (Bitola), τη Σερβία, τη Ρουμανία.
Η συγκράτηση και ενότητα του τοπικού πληθυσμού, – μέσω των διδαχών του, μέσω του ζωντανού παραδείγματός του, μέσω της πολύμορφης δράσης του, μέσω των ειδικών αποστολών μοναχών -, στην Ορθόδοξη Πίστη των Ρωμιών, στην Πίστη του Χριστού των σκλάβων, αποτελούσε θεμελιώδες στοιχείο διαφοροποίησης απέναντι στον κυρίαρχο οθωμανό-μωαμεθανό κατακτητή. Αποτελούσε κεντρικό στοιχείο εν δυνάμει αυτοπροσδιορισμού των Ρωμιών, που αρνούνταν να τουρκέψει, και τοποθετούσε τον συλλογικό εαυτό, μέσω του μηνύματος του και του παραδείγματος του Νικάνορα, σε άλλη θέση, με ελπίδα και άλλη προοπτική. Ακόμα, και σε στιγμές αναγκαστικού συμβιβασμού, το στήριγμα του για να αντέξει ή/και να ξαναβρεί την πορεία του ήταν οι δικοί του θεσμοί, όπου το Μοναστήρι και η κυψέλη με το κύρος και τη διείσδυση του, φορές, ακόμα, και στην οθωμανική διοίκηση έστεκε πιο σημαντικό, πιο παρηγορητικό απ΄ όλους τους άλλους. Παράλληλα, και η κυψέλη της εκκλησίας όπου μπορούσε να λειτουργήσει, προσέφερε τους τόπους συνάντησης και επικοινωνίας, ενός αναγκαίου στοιχειώδους συντονισμού σε συνθήκες που ”τα σκιάζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά”. Ώσπου, σταδιακά, να γεννηθούν μέσα στο Γένος, από τις εμπορικές σχέσεις, τις πνευματικές και εθνοταυτοτικές προσεγγίσεις και την εξέλιξη των οργανώσεων πολιτικής φύσεως περισσότερο καθαρά τα στοιχεία του Αυτοκαθορισμού και της Απελευθέρωσης και οι αντίστοιχες δυνάμεις υποστήριξης τους.
Ο Νικάνωρ, αμέσως με την ίδρυση του Μοναστηριού μεριμνά να ”μαθαίνουν οι μοναχοί γράμματα” και συστήνει εντός του Μοναστηριού Σχολείο στο οποίο μετέχουν και ”εξωτερικοί” του Μοναστηριού. Το Μοναστήρι λειτουργεί ως Κέντρο Ιεραποστολής προς όλα τα σημεία με ελληνικό-χριστιανικό πληθυσμό, μέχρι Β. Ήπειρο, το Μοναστήρι (Bitola), Βέροια, Στερεά Ελλάδα, γινόμενος ο ίδιος ”περιοδεύων Απόστολος, στερεώνων εις την εις Χριστόν Πίστιν”. Η στέρεα αυτή φήμη του Νικάνορα και του Μοναστηριού, φέρνει πολύ αργότερα, το 1761, τον εθναπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό, προσκυνητή και διδασκόμενο στο Μοναστήρι, όταν και ο ίδιος διακηρύσσει ότι ”το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια…, δια τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε σχολείον δια να εννοήσετε και το Ευαγγέλιον”.
Είναι χαρακτηριστική για τα παραπάνω η αναφορά που κατέθεσε Επιτροπή από Μητροπολίτες που εστάλη με εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το 1902, για να εξετάσει τη δυνατότητα εγκατάστασης στο Μοναστήρι Ιεροδιδασκαλείου. Γράφει η Επιτροπή : ”Η Ζάβορδα εις τα κτίσματα είναι μικρή, εις τα πλούτη μεγάλη και εις την τάξιν της εκκλησίας ισομετρείται με το Βατοπέδιον του Αγίου Όρους” !
Από τις τάξεις της Ζάβορδας αναδείχθηκαν δύο σημαντικοί ιεράρχες, παραδείγματα του πνευματικού και εθναποστολικού περιβάλλοντος του Μοναστηριού. Ο Παρθένιος Γκόλιας από τη Σιάτιστα και ο Νικηφόρος Παπασιδέρης από το Δισπηλιό Καστοριάς. Ο πρώτος διετέλεσε μητροπολίτης Δεβρών και Βελεσσού (Βελεσσών της παλιάς Σερβίας, περιοχή του σημερινού Βέλες – Σκοπίων). Με τον μαρτυρικό θάνατο του μητροπολίτη Μελενίκου και Σιδηροκάστρου Κωνσταντίνου από τους Βούλγαρους, επιλέγεται λόγω του ήθους και της αξιοσύνης του να μετακινηθεί στη χηρεύουσα Μητρόπολη. Εκεί, αναπτύσσει σπουδαία εθνική δράση, με την είσοδο των Βουλγάρων και των Γερμανών κατά τον Α΄Π.Πόλεμο συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Πλεύνα της Βουλγαρίας, επιστρέφει μετά τη σύναψη ειρήνης (1919) και πεθαίνει από τις κακουχίας που είχε υποστεί, το 1920. Τα άμφια του και μέρος της βιβλιοθήκης του άφησε στο Μοναστήρι της Ζάβορδας. Ο δεύτερος, ο Νικηφόρος Παπασιδέρης, διετέλεσε μητροπολίτης Καστοριάς προσφέροντας σημαντικές εθνικές και κοινωνικές υπηρεσίας στον τόπο του(αποβιώσας το 1958).
Ο ταγματάρχης Ν. Σχινάς που είχε περιοδεύσει (1881 -82) στη Δυτική Μακεδονία με ειδική μυστική αποστολή από το ελεύθερο τμήμα του Ελληνικού Κράτους για την καταγραφή και αξιολόγηση εγκαταστάσεων, συνθηκών και δυνάμεων της Μακεδονίας, και είχε φιλοξενηθεί στο Μοναστήρι, μιλάει με πολύ ενδιαφέρον για την επιχειρησιακή και κομβική για την εποχή γεωγραφική θέση του Μοναστηριού. Επιπλέον παρουσιάζει σοβαρά στοιχεία για τους διαθέσιμους πολύ μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, για την αξιοπρόσεκτη οχύρωσή του, για το πολυπληθές δυναμικό των μοναχών του και για τη πολύ μεγάλη επιρροή του όχι μόνο πνευματική, αλλά και οικονομική, παραγωγική και κοινωνική, μέσω δεκάδων επαγγελμάτων που απασχολούνταν γύρω από το Μοναστήρι: κτηνοτρόφοι, αμπελουργοί, κυρατζήδες, μυλωνάδες, κτίστες, έμποροι, ακόμα και σπουδάζοντες με υποτροφίες του.
Από τον Ν. Κασομούλη, αγωνιστή του ’21 και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, πληροφορούμαστε ότι κατά την κάθοδό του προς την Επαναστατημένη Ελλάδα με μικρό σώμα παλληκαριών του από τη Σιάτιστα, πέρασε από το Μοναστήρι, διέμεινε λίγες μέρες, εμύησε τον ηγούμενο, εφοδιάστηκε και παραλαμβάνοντας εθελοντές μοναχούς ως οδηγούς, μέσω Χασίων και Ολύμπου κατευθύνθηκε προς τη Ρούμελη, όπου μετά συμμετείχε στην πολιορκία του Μεσολογγίου για την οποία γράφει στα ”Ενθυμήματα Στρατιωτικά”.
Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, τον συντονισμό με κέντρο το Μοναστήρι είχε ο ιερομόναχος Γεννάδιος με συνεργάτες του τους μοναχούς Κοσμά, Διονύσιο και Γαβριήλ. Οι υπηρεσίες του ήταν σημαντικές και πολύτιμες. Για όλα τα περάσματα των αντάρτικων ελληνικών μονάδων από τον Αλιάκμονα προς τα Βέντζια, τα Γρεβενά και τη Σιάτιστα, με τη χρήση του καρουλιού τις νύχτες, τη φύλαξη των ανταρτών εντός του Μοναστηριού, ή/και σε γύρω ασφαλείς τοποθεσίες, με πληροφόρησή τους για τις κινήσεις των Τούρκων, με τις υποδείξεις των σωστών δρομολογίων. Για τη φύλαξη οπλισμού σε ειδικά διαμορφωμένη βαθιά κρύπτη του Μοναστηριού, που διασώζεται μέχρι σήμερα και την οποία ήξεραν και μπορούσαν να επισκεφθούν για την αποθήκευση και παράδοση προς χρήση του οπλισμού μόνο συγκεκριμένοι μονάχοι.
Από δω ξεκίνησε ο καπετάν Βρόντας (ο ηπειρώτης υπίλαρχος Βασίλης Παππάς) με το σώμα των ανδρών του την αποστολή του στον αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Θρυλική στη μνήμη πολλών διατηρείται η ζεύξη του Αλιάκμονα από το λόχο Μηχανικού της 5ης Μεραρχίας και τον πνιγμό του ανθυπίλαρχου Κορδή μαζί με τρείς ιππείς του, και τη διάσωση των υπολοίπων από τους μοναχούς που μπήκαν με αυτοθυσία στον ορμητικό Αλιάκμονα, υποδεικνύοντας με επιμονή την κατάλληλη θέση της ζεύξης, μεταβάλλοντας στη συνέχεια το Μοναστήρι σε κέντρο διαμονής και εφοδιασμού της Μεραρχίας.
Τον Απρίλιο του 1941, μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα από την κοιλάδα του Αξιού προς τη Θεσσαλονίκη και την παράδοση των ηρωϊκών οχυρών του Ρούπελ, κατά την οπισθοχώρηση και σύμπτυξη του Στρατού από το δοξασμένο Αλβανικό Μέτωπο, το Μοναστήρι περιέθαλψε και στήριξε δεκάδες στρατιώτες και αξιωματικούς επί πολλές μέρες. Ενώ κατά την κατοχή (1941 -44) παρείχε υποστήριξη και κάλυψη στον αγώνα του Ελληνικού λαού εναντίον των κατακτητών.
Σημαντικός, παρά τις πράξεις υφαρπαγής ανεύθυνων που έχουν διαπραχθεί, εξακολουθεί να είναι ο πλούτος του Μοναστηριού, που αποτελεί εθνικό και θρησκευτικό πλούτο, σε κειμήλια, εικόνες, ιστορικά ντοκουμέντα, έγγραφα, ιερατικά σκεύη και άμφια. Με κορυφαία Παρακαταθήκη και μοναδική Τιμή τα φυλασσόμενα λείψανα, τα οστά και την κάρα του Οσίου Νικάνορος, ο οποίος είχε ενταφιασθεί στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου, κοντά στο Καθολικό του Μοναστηριού, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Το ειλητάριον ( =χειρόγραφο σε στενόμακρη μεμβράνη μήκους 10 μέτρων και πλάτους 40 εκατοστών) που περιέχει τις ακολουθίες του Μ.Βασιλείου και του Χρυσοστόμου γραμμένο από το ίδιο το χέρι του Οσίου Νικάνορα, ο Επιτάφιος του μοναχού Αρσενίου του 1588 από τα Μετέωρα, τα έργα γνωστών αγιογράφων της Εράτυρας (Σελίτζας), της Νάουσας, της Σαμαρίνας, της Ηπείρου με τέμπλα αξεπέραστης αισθητικής και τελειότητας, όλα αυτά αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό, πάντως μικρό δείγμα του διαχρονικά συσσωρευμένου πλούτου του Μοναστηριού.
Κλείνοντας θα μπορούσαμε , νομίζω, με ταπεινότητα κι εμείς να επαναλάβουμε : ” Χαίροις των Σερβίων ο ιατρός, Γρεβενών το κλέος και Κοζάνης ο βοηθός, χαίροις ο προστάτης, των σε τιμώντων πόθω, Νικάνορ Καλλιστράτου, Φωστήρ πολύφωτε.
”Ελευθέριος Τζιόλας
Πανόραμα Γρεβενών, 7 Αυγούστου 2020