January 14, 2018
Κυριακή μεσημέρι, Δεκέμβριος, πλησίαζα στα Γρεβενά οδηγώντας το τότε αυτοκίνητο της μετέπειτα γυναίκας μου. Μικρή, χειμερινή απόδραση από την μεγαλούπολη στην επαρχία, για τρεις ίσως και τέσσερις μέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς. Αυτό που σίγουρα θυμάμαι είναι πως την μέρα εκείνη έπαιζε ο Άρης στις Σέρρες, με τον Πανσερραϊκό και εγώ βρισκόμουν σε εσωτερική πάλη. Υπό άλλες συνθήκες θα είχα πάει εκδρομή εκεί, με φίλους. Η ζωή είχε κάνει τον κύκλο της και είχα μπει, ενσυνείδητα, σε μία καινούργια πραγματικότητα, σχεδόν αρραβωνιασμένος, είχα δίπλα τον άνθρωπό μου και πηγαίναμε να βρούμε συγγενείς και φίλους, να γνωριστούμε, να ζήσουμε καινούργια, όμορφα πράγματα…
Έχοντας κοινό σημείο αναφοράς τα Γρεβενά και οι δυο μας είχαμε και αρκετούς κοινούς φίλους ή γνωστούς. Η κουβέντα πήγε στον Γιάννη, απ’ τα Πριόνια και κάπως έτσι τον πήρα τηλέφωνο.
“Έλα ρε, στο γήπεδο είμαι. Πέρνα από δω οπωσδήποτε…”
Ας μην γράψω για το πώς πήρα το Ο.Κ. απ’ την Γιάννα, αλλά η αλήθεια είναι πως χρησιμοποίησα πολλή διπλωματία, με γλυκανάλατο ύφος, αρκετές υποσχέσεις και πολλά “μωρό μου”! Την άφησα, σχεδόν εν κινήσει, στην αδερφή της δίνοντας πολλά φιλιά και ακόμα πιο πολλές υποσχέσεις για τις υπέροχες στιγμές που μας περίμεναν και πάρκαρα έξω απ’ το Δημοτικό Στάδιο Γρεβενών, στο ημίχρονο. Το παιχνίδι των Σερρών, που είχε αρχίσει νωρίτερα και τελείωνε, το είχαμε ισοφαρίσει στο τέλος, με πέναλτι, σε 2-2. Απ’ το ολότελα…ας είναι κι έτσι, σκέφτηκα και πέρασα την ταπεινή τσιμεντένια πόρτα-θύρα!